χαδευτικός

χαδευτικός
-ή, -ό
βλ. χαϊδευτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαδευτικός — ή, ό, Ν βλ. χαϊδευτικός …   Dictionary of Greek

  • χαϊδευτικός — και χαδευτικός, ή, ό, Ν [χαϊδεύω] θωπευτικός, αυτός που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα. επίρρ... χαϊδευτικά Ν με χαϊδευτικό τρόπο, θωπευτικά, τρυφερά …   Dictionary of Greek

  • χαϊδευτικός — χαϊδευτικός, ή, ό και χαδευτικός, ή, ό επίρρ. ά θωπευτικός, τρυφερός: Προσπαθεί να την κερδίσει με τα χαϊδευτικά του λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”